- ἐμπειρικοῦ
- ἐμπειρικόςexperiencedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… … Dictionary of Greek
εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
μαρίνος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανατόμος (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Άκμασε γύρω στο 90 π.Χ. και υπήρξε δάσκαλος του εμπειρικού Κόιντου. Ο Γαληνός τον αποκαλούσε επανορθωτή της ανατομίας. Στον Μ. αποδίδονται οι τίτλοι 20 βιβλίων σχετικών με… … Dictionary of Greek
οξύμελι — το (Α ὀξύμελι) ποτό από ξίδι και μέλι νεοελλ. ιατρ. είδος παλαιότερου εμπειρικού ιατρικού σκευάσματος, σιροπιού από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέλι. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oxymel] … Dictionary of Greek
πυρρώνειος — α, ο / πυρρώνειος, ον, ΝΑ [Πύρρων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκεπτικό φιλόσοφο Πύρρωνα («πυρρώνεια φιλοσοφία») 2. φρ. «Πυρρώνειαι υποτυπώσεις» τίτλος έργου τού Σέξτου Εμπειρικού … Dictionary of Greek
τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… … Dictionary of Greek
χαρακτηριστικός — ή, ό / χαρακτηριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] 1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν) α) διακριτικό γνώρισμα β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Εγγονόπουλος, Νίκος — (Αθήνα 1910 – 1985). Ζωγράφος και ποιητής. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία και στη Γερμανία. Δίδαξε ιστορία της τέχνης στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από το … Dictionary of Greek